μισγοδία

μισγοδία
μισγοδία και μισγοδίη, ἡ (Α)
μιξοδία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -οδία (< -οδός < ὁδός), πρβλ. κακ-οδία, περι-οδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιξοδία — μιξοδία, ιων. τ. μιξοδίη και μίξοδος και μισγοδία, ἡ (Α) [μίξοδος] ο τόπος όπου διασταυρώνονται πολλοί δρόμοι («ἁλὸς μιξοδία» η επικίνδυνη διάβαση μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ο πορθμός τής Μεσσήνης, Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”